βενζινόπλοιο(ν)

βενζινόπλοιο(ν)
το небольшое моторное судно

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "βενζινόπλοιο(ν)" в других словарях:

  • βενζινόπλοιο — το πλοίο που κινείται με βενζίνη …   Dictionary of Greek

  • βενζινόπλοιο — το πλοίο που κινείται με βενζινομηχανή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σύμη — Νησί του νομού Δωδεκανήσου, ΒΔ. της Ρόδου (έκταση 67 τ. χλμ., 2.332 κάτ.). Η Σ. είναι νησί ορεινό και βραχώδες, με υψηλότερη κορυφή τη Βίγλα (550 μ). Μαζί με τα μικρά νησιά Νύμο, την αρχαία Ύμο, τα Σεσκλιά τις Αρές, και τις Διαβατές κ.ά. αποτελεί …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»